Με το πρώτο κύμα έξαρσης της πανδημίας να βρίσκεται πίσω μας και σε μία πρώτη ενδοσκόπηση του τι αυτή άφησε πολιτισμικάπάνω μας, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να θέσουμε στο μικροσκόπιο το ζήτημα της επανάγνωσης ή πιο απλά την αξία του ξαναδιαβάσματος ενός θεατρικού έργου. Το ζήτημα της δεύτερης ανάγνωσης, είναι ένα θέμα που έχει βασανίσει πολύ τόσο τους θεωρητικούς όσο και τους πρακτικούς του θεάτρου τα τελευταία χρόνια, αλλά τώρα περισσότερο από ποτέ αποκτά μια εντελώς καινούρια διάσταση. Ξαφνικά ο άνθρωπος βρέθηκε από το πουθενά κλεισμένος σε ένα σπίτι αντιμέτωπος με τις επιλογές του. Σε διάφορα επίπεδα. Ερωτικά, οικογενειακά, αισθητικά και φυσικά καλλιτεχνικά. Στην πραγματικότητα την άνοιξη του 2020, ο Έλληνας ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό.
Με όλες τις θεατρικές παραγωγές και συγγραφικές απόπειρες να έχουν παγώσει για βδομάδες, με όλους τους θεατρικούς οργανισμούς κλειστούς και με όλες τις πρόβες για νέα ανεβάσματα να έχουν σταματήσει επ’ αόριστον, οι θεατρόφιλοι Έλληνες στράφηκαν προς την προσωπική τους βιβλιοθήκη. Και τότε έγινε μία σοκαριστική διαπίστωση: Σε μία κοινωνία, που έχει θέσει ως υπέρτατη αξία το επίκαιρο και παραγκωνίζει αυτό που θεωρεί «ήδη γνωστό», που εξυμνεί την ιδιοκτησία και αδιαφορεί για τη χρήση, το «ξαναδιάβασμα» αποτελεί σχεδόν μια πράξη επανάστασης.
Δεν θα ήταν καθόλου τολμηρό να παραδεχθούμε, ότι με την πάροδο του χρόνου, ξεκινώντας μάλιστα από πολύ παλιά, αξίες όπως η τέχνη και ο πνευματικός πλούτος έχουν υποπέσει σε ένα είδος εμπορευματοποίησης και κατανάλωσης. Σήμερα ο μέσος άνθρωπος αφού έρθει σε επαφή με ένα έργο τέχνης –με την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου ή θεατρικού έργου, την παρακολούθηση μιας ταινίας ή παράστασης κλπ- προχωράει αμέσως στο επόμενο, αφού θεωρεί πως αυτό καταναλώθηκε, χρησιμοποιήθηκε και πέρασε πλέον στον κάδο των αχρήστων. Το έργο αντιμετωπίζεται ως ένα κλειστό, περιορισμένο σύστημα με σταθερή πλοκή και συγκεκριμένη κατάληξη, που άπαξ και γίνει γνωστή στον αναγνώστη ή θεατή, χάνει την οποιαδήποτε αξία του. Υπηρετώντας αυτή τη λογική, δημιουργείται μια τάση συσσώρευσης όλο και περισσότερο εμπειριών και καλλιτεχνικών αγαθών, σε μία διάθεση όμως πλουραλισμού και κατανάλωσης και όχι σε ένα πνεύμα πνευματικής καλλιέργειας.
Διαδοχικά αυτό το φαινόμενο, δημιουργεί μια θλιβερή κατάσταση, στην οποία το «ξαναδιάβασμα» θεωρείται αντιπαραγωγικό με τον ίδιο τρόπο που θεωρείται κάτι ως «ζημιά» στο λεξιλόγιο του εμπορίου και των εταιριών. Τα πνευματικά αγαθά σταδιακά μετατρέπονται σε ένα ακόμα αντικείμενο προς απόκτηση, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί και έπειτα θα τεθεί στην άκρη, θα αποτελέσει παρελθόν και θα πάψει να μας επηρεάζει –γεγονός το οποίο είναι αδύνατον έτσι κι αλλιώς-. Αν και πνευματικά αγαθά, αποκτούν μια έννοια υλικής ιδιοκτησίας προσδίδοντας στο άτομο που τα «κατέχει» κοινωνικό κύρος, όπως συμβαίνει με κάθε άλλο είδος περιουσίας. Αυτή η κατάσταση φτάνει σε σημείο να γίνει ένα είδος εμμονής, η οποία εν τέλει καθορίζει και την αντίληψή μας ή τη σχέση μας με τους άλλους. Οι αξία του συνανθρώπου δεν υπολογίζεται πλέον απ’ το τι «είναι» ο ίδιος, αλλά απ’ το τι «κατέχει» στην ιδιοκτησία του. Φυσικά αυτό το γεγονός δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει κορυφωθεί σε επικίνδυνα επίπεδα. Η ιδέα της αγοράς βιβλίων για διακοσμητικούς λόγους ή για την κάλυψη ενός ψυχαναγκασμού που υπαγορεύει ότι κάθε άνθρωπος «οφείλει» να έχει στη βιβλιοθήκη του συγκεκριμένα έργα, επεκτάθηκε και στον ίδιο το χώρο του θεάτρου.
Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί σε μία πολυσυζητημένη θεατρική παράσταση, βλέποντας ανθρώπους να παρευρίσκονται εκεί μόνο και μόνο προσπαθώντας να αποδείξουν την υπεροχή τους και την δήθεν πνευματική τους ανωτερότητα, με την παρουσία τους στο πολιτιστικό γεγονός; Ο άνθρωπος που αντιδρά με αυτόν τον τρόπο απέναντι σε ένα έργο τέχνης, αυτό που στην πραγματικότητα αναζητά –πέρα από κοινωνική επιβεβαίωση- είναι γρήγορες και εύκολες συγκινήσεις, καθώς αντιμετωπίζει την παράσταση ως ένα προϊόν που πλήρωσε και οφείλει να τον διασκεδάσει αναλογικά με τα λεφτά που πλήρωσε. Φυσικά και ο σεβασμός του απέναντι στην παράσταση είναι ανάλογος. Για αυτόν δεν είναι παρά μία σύντομη, αισθητική απόλαυση στην οποία δεν οφείλει τίποτα, καθώς είναι τόσο αναλώσιμη όσο και η απόλαυση μιας κούπας καφέ. Αν θεωρήσουμε ότι η τέχνη ή ακόμα και η ίδια η πραγματικότητα δεν είναι παρά η προβολή της συνείδησής μας πάνω σε αυτήν,[1] αυτός ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να βλέπει παντού την ίδια ιστορία, αφού μένει πάντα στην πρώτη εντύπωση η οποία σχετίζεται λίγο πολύ και με το τίεπιθυμεί ο ίδιος ναδει.
Στην πραγματικότητα όμως, μόνο με την επαναληπτική ανάγνωση θα προκύψει μια ουσιαστική συνομιλία με το έργο, όπου επαναληπτική ανάγνωση θεωρούμε το ξαναδιάσβασμα του θεατρικού έργου, αλλά και τη συζήτηση της παράστασης με τον κοινωνικό μας περίγυρο, την παρακολούθηση της μεταφοράς του έργου σε άλλες μορφές τέχνης ή διασκευές κλπ.Εξάλλου όπως έχει δηλώσει και ο Hans-ThiesLehmann, στο θέατρο ουσιαστικά δεν υπάρχει ποτέ αληθινή επανάληψη.
Δεν είναι τυχαίο που οι διάφοροι σκηνοθέτες μιλούν συχνά για μια «δεύτερη ανάγνωση» του κειμένου. Αν δεν υπήρχε πρακτικά αυτή η δεύτερη ανάγνωση δεν θα υπήρχε καν το επάγγελμα του σκηνοθέτη. Όταν διαβάζει κάποιος ένα θεατρικό έργο, την πρώτη φορά αντιλαμβάνεται το ρυθμό και την ατμόσφαιρα στα οποία κινείται (και φυσικά τη βασική υπόθεση). Όταν επανέρχεται σε αυτό, του δίνεται η ευκαιρία να αντιληφθεί ένα δεύτερο επίπεδο που όπως είναι λογικό την πρώτη φορά που το διάβασε πιθανώς να του διέφυγε. Με την τρίτη ανάγνωση θα αρχίσει να εντρυφά στο έργο, να φωτίζει λεπτομέρειες που πριν βρίσκονταν στην αφάνεια, να δημιουργεί καινούριους προβληματισμούς, συλλογισμούς και συνειρμούς.
Αυτό μπορεί να συμβεί και μόνο από το απλό γεγονός ότι ο ίδιος ο αναγνώστης δεν είναι κάθε φορά ο ίδιος. Διαβάζοντας ένα θεατρικό έργο δημιουργούνται άμεσα μέσα στο μυαλό του ατόμου εικόνες, σχέσεις και αποδίδονται νοήματα. Αν τώρα για παράδειγμα, αυτό το άτομο παρακολουθήσει το έργο που έχει ήδη διαβάσει σε παράσταση και έπειτα επανέλθει σε αυτό ξαναδιαβάζοντας το γραπτό κείμενο, είναι πολύ πιθανό να λάβει, ακόμα και υποσυνείδητα, υπόψη και όλες εκείνες τις παραμέτρους που φωτίστηκαν με την παράσταση που παρακολούθησε. Έπειτα το φορτίο, το αίσθημα και η ίδια η εμπειρία που προσφέρει το έργο στον αναγνώστη πολλαπλασιάζονται, καθώς πολλαπλασιάζονται οι εμπειρίες, οι αναφορές και ο πλούτος των συναισθημάτων του ίδιου του ατόμου. Αυτό σχετίζεται με την άποψη που ήδη αναφέρθηκε εν συντομία, ότι η τέχνη αλλά και η πραγματικότητα ίσως εν γένει, αποτελούν την προβολή της συνείδησής μας πάνω τους.
Στο «φαίνεσθαι», τη φανέρωση των φαινομένων , συνδυάζονται δύο στοιχεία: το πραγματικό γεγονός και η βιωματική εμπειρία του.[2] Αυτά τα δύο στοιχεία κατά τους φαινομενολόγους (ειδικά τους εμπειριστές) είναι αδιάσπαστα, επομένως ακόμα και αν το πραγματικό γεγονός, δηλαδή το υλικό λογοτεχνικό κείμενο ή η ίδια η παράσταση, παραμένουν ίδια (για την παράσταση κρατάμε μια μεγάλη επιφύλαξη) το βίωμα τους, όπως συμβαίνει με κάθε εμπειρία, όσες φορές και αν αυτή επαναληφθεί, δεν μπορεί ποτέ να είναι εντελώς ίδιο.
Αν θεωρήσουμε ότι «το λογοτεχνικό κείμενο ολοκληρώνεται μόλις στη μνήμη του αναγνώστη»[3], θα καταλάβουμε πολύ πιο εύκολα την αξία της επαναληπτικότητας. Η φαντασία, οι ικανότητες και οι ερμηνευτικές προθέσεις του αποδέκτη που συμπληρώνουν ένα έργο τέχνης, είναι αδύνατον κάθε φορά να είναι εντελώς ίδιες και απαράλλαχτες, χωρίς καμία απόκλιση. Το έργο έτσι, μέσα από τις πολλαπλές αναγνώσεις, γίνεται μία πύλη διαλόγου με τον ίδιο τον εαυτό, με τους προβληματισμούς που είχε το άτομο σε μια άλλη ηλικία ή φάση της ζωής του και μετατρέπεται από μια πηγή αναμνήσεων και ίσως νοσταλγίας, σε μία πηγή ζωντανού προβληματισμού, σε έναν ολόκληρο κόσμο τον οποίο δεν θα γνώριζε ποτέ αν είχε μείνει στην πρώτη ανάγνωση. Ο ίδιος ο αναγνώστης αποτελεί μια ροηκότητα ένα διαρκές διάνυσμα από μία κατάσταση σε μία άλλη και όχι μία παγιωμένη, κλειστή κατάσταση ανθρώπου.
Όλες αυτές οι θεωρίες, στρέφουν το ενδιαφέρον στην καταλυτική παρουσία του θεατή και στη διαδικασία της πρόσληψης. Ο αναγνώστης μπορεί να χαράξει ελεύθερες αναγνωστικές διαδρομές μέσα στο κείμενο, ανεξαρτήτως απ’ το συγγραφέα ή τον εκάστοτε σκηνοθέτη, έχοντας τη δυνατότητα να παραγκωνίσει παράγοντες που ανέκαθεν αποτελούσαν τους πυρήνες της νοηματοδότησης και να γίνει ο ίδιος κυρίαρχος και δημιουργός μηνυμάτων.[4] Λαμβάνοντας ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι ο άνθρωπος αλλάζει και εξελίσσεται διαρκώς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορεί να παραμένει ίδιος. Άρα πράγματι αφού το έργο προϋποθέτει το βλέμμα του αναγνώστη/θεατή για να υπάρξει, ούτε το ίδιο το έργο παραμένει αμετάβλητο όταν πέφτει το βλέμμα ενός εξωτερικού αναγνώστη/θεατή επάνω του, λαμβάνοντας έτσι διαφορετικές πιθανές διαστάσεις κάθε φορά.Ακόμα και η ίδια η πολλαπλότητα των εαυτών που ενεργοποιούνται κάθε φορά κατά την ανάγνωση ή τη θέαση ενός θεατρικού έργου μπορεί να οδηγήσει σε ένα διαφορετικό βίωμα, μέσω της επανάληψης. Καλύτερα όμως να αποφύγουμε την προσέγγιση αυτού του θέματος υπό αυτήν την προσλαμβάνουσα, καθώς έχει πολλές παραμέτρους που ίσως προκαλέσουν σύγχυση.
Για να μην μακρηγορώ, πιστεύω ότι τους τελευταίους μήνες, οι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να κάνουν μία μικρή στροφή μέσα στον εαυτό τους και μια επίσκεψη σε όλα αυτά που τους συγκίνησαν στο παρελθόν. Και αυτό δεν ήταν διόλου άχρηστο ή ανούσιο. Αξίζει πάντα να θυμόμαστε ότι τα έργα τέχνης και ειδικά το θέατρο, αποτελούν ένα ζωντανό εξελισσόμενο οργανισμό και όχι απλώς ένα κείμενο με μια πλοκή και μία αφηγηματική κατάληξη. Η δύναμη του θεάτρου στηρίζεται στην επανάληψη, τόσο αυτή καθ’ αυτή όσο και στη σύνδεσή της με τον ανθρώπινο ψυχισμό. Μέσα από την επανάληψη δημιουργούνται μοτίβα, συμπεριφορές και συνήθειες και ενεργοποιούνται κάθε φορά διαφορετικές παράμετροι,τις οποίες φέρνει μαζί του ο αποδέκτης διαβάζοντας το κάθε έργο.
Σε μια βαθιά καπιταλιστική εποχή όπου όλα μπορούν να μετατραπούν σε προϊόν ή εμπόρευμα, όπου όλα μπορούν να ειδωθούν μέσα από το βλέμμα της κατανάλωσης και όπου η αξία τους καθορίζεται από τη διαφήμιση που λαμβάνουν, η ψύχραιμη συνειδητή επιστροφή στο ήδη γνωστό και το ήδη αναγνωσμένο, αποτελεί μια πράξη αντίστασης στο ρεύμα και μια μικρή επανάσταση.
*Η Αλεξάνδρα Κ. Μηλιώνη αποφοίτησε από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το 2018 και έκτοτε έχει εργαστεί σε διάφορους θεατρικούς οργανισμούς όπως το “Δημοτικό Θέατρο Πειραιά”, το θέατρο “Αλκμήνη” και το “Αγγέλων Βήμα”, ως ανεξάρτητος συνεργάτης, συνεργαζομενη θεατρολόγος, βοηθός σκηνοθέτη και βοηθός Καλλιτεχνικού Διευθυντή, καθώς και σε φορείς όπως το ΚΕΘΕΑ ΝΟΣΤΟΣ ως εκπαιδεύτρια θεάτρου.
[1] Βάλτερ Πούχνερ, Θεωρητικά Θεάτρου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010, σελ.435-437
[2] Βάλτερ Πούχνερ, Θεωρητικά Θεάτρου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2010, σελ.437
[3] Βάλτερ Πούχνερ, Μια εισαγωγή στην Επιστήμη του Θεάτρου, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2011, σελ.237
[4] Γιώργος Π. Πεφάνης, Περιπέτειες της Αναπαράστασης, Σκηνές της Θεωρίας ΙΙ, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2013, σελ 289